Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκλείπω
ἔκλειψις
ἐκλεκτός
ἐκλελυμένως
ἐκλέπω
ἐκλευκαίνω
ἐκλήγω
ἔκλησις
ἐκλιμπάνω
ἐκλιπαίνω
ἐκλιπής
ἐκλογή
ἐκλογίζομαι
ἐκλογισμός
ἐκλοχεύω
ἔκλυσις
ἐκλυτήριος
ἔκλυτος
ἐκλύω
ἐκλωβάομαι
ἐκλωπίζω
View word page
ἐκλιπής
ἐκλιπής ἐκλῐπής, ές from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, Thuc. omitted, overlooked, Thuc.

ShortDef

failing, deficient

Debugging

Headword:
ἐκλιπής
Headword (normalized):
ἐκλιπής
Headword (normalized/stripped):
εκλιπης
IDX:
10163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10166
Key:
e)kliph/s

Data

{'content': 'ἐκλιπής\n ἐκλῐπής, ές\n from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω\n failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο\n = ἔκλειψις, Thuc.\n omitted, overlooked, Thuc.', 'key': 'e)kliph/s'}