Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκλαμβάνω
ἐκλάμπω
ἐκλανθάνω
ἐκληθάνω
ἐκλαπάζω
ἐκλάπτω
ἐκλέγω
ἐκλείπω
ἔκλειψις
ἐκλεκτός
ἐκλελυμένως
ἐκλέπω
ἐκλευκαίνω
ἐκλήγω
ἔκλησις
ἐκλιμπάνω
ἐκλιπαίνω
ἐκλιπής
ἐκλογή
ἐκλογίζομαι
ἐκλογισμός
View word page
ἐκλελυμένως
ἐκλελυμένως loosely, carelessly, Plut.
ShortDef
loosely, carelessly
Debugging
Headword:
ἐκλελυμένως
Headword (normalized):
ἐκλελυμένως
Headword (normalized/stripped):
εκλελυμενως
IDX:
10156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10159
Key:
e)klelume/nws
Data
{'content': 'ἐκλελυμένως\n loosely, carelessly, Plut.', 'key': 'e)klelume/nws'}