Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
View word page
ἀκατάβλητος
ἀκατάβλητος καταβάλλω not to be overthrown, irrefragable, Ar.
ShortDef
not to be overthrown, irrefragable
Debugging
Headword:
ἀκατάβλητος
Headword (normalized):
ἀκατάβλητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταβλητος
IDX:
1015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1015
Key:
a)kata/blhtos
Data
{'content': 'ἀκατάβλητος\n καταβάλλω\n not to be overthrown, irrefragable, Ar.', 'key': 'a)kata/blhtos'}