Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
View word page
ἀκασκαῖος
ἀκασκαῖος *ἀκή ΙΙ gentle, Aesch.
ShortDef
gentle
Debugging
Headword:
ἀκασκαῖος
Headword (normalized):
ἀκασκαῖος
Headword (normalized/stripped):
ακασκαιος
IDX:
1014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1014
Key:
a)kaskai=os
Data
{'content': 'ἀκασκαῖος\n *ἀκή ΙΙ\n gentle, Aesch.', 'key': 'a)kaskai=os'}