Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
ἐκκουφίζω
ἐκκράζω
ἐκκρεμάννυμι
ἐκκρεμής
ἐκκρήμναμαι
ἐκκρίνω
ἔκκριτος
ἔκκρουσις
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυέω
ἐκκυκλέω
ἐκκύκλημα
ἐκκυλίνδω
ἐκκυμαίνω
ἐκκυνέω
ἐκκυνηγετέω
View word page
ἔκκρουστος
ἔκκρουστος ἔκκρουστος, ον beaten out, embossed, Aesch.

ShortDef

beaten out, embossed

Debugging

Headword:
ἔκκρουστος
Headword (normalized):
ἔκκρουστος
Headword (normalized/stripped):
εκκρουστος
IDX:
10127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10130
Key:
e)/kkroustos

Data

{'content': 'ἔκκρουστος\n ἔκκρουστος, ον\n beaten out, embossed, Aesch.', 'key': 'e)/kkroustos'}