Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκκομψεύομαι
ἐκκοπή
ἐκκόπτω
ἐκκορέω
ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
ἐκκουφίζω
ἐκκράζω
ἐκκρεμάννυμι
ἐκκρεμής
ἐκκρήμναμαι
ἐκκρίνω
ἔκκριτος
ἔκκρουσις
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυέω
ἐκκυκλέω
ἐκκύκλημα
View word page
ἐκκρήμναμαι
ἐκκρήμναμαι = ἐκκρέμαμαι, c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.

ShortDef

we hang on

Debugging

Headword:
ἐκκρήμναμαι
Headword (normalized):
ἐκκρήμναμαι
Headword (normalized/stripped):
εκκρημναμαι
IDX:
10123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10126
Key:
e)kkrh/mnamai

Data

{'content': 'ἐκκρήμναμαι\n = ἐκκρέμαμαι,\n c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.', 'key': 'e)kkrh/mnamai'}