Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
View word page
ἄκαρπος
ἄκαρπος without fruit, barren, Eur. metaph. fruitless, unprofitable, Eur.:—adv. -πως, Soph. act. making barren, blasting, Aesch.

ShortDef

without fruit, barren

Debugging

Headword:
ἄκαρπος
Headword (normalized):
ἄκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ακαρπος
IDX:
1012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1012
Key:
a)/karpos

Data

{'content': 'ἄκαρπος\n without fruit, barren, Eur.\n metaph. fruitless, unprofitable, Eur.:—adv. -πως, Soph.\n act. making barren, blasting, Aesch.', 'key': 'a)/karpos'}