Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλητεύω
ἔκκλητος
ἐκκλίνω
ἐκκλύζω
ἐκκναίω
ἐκκνάω
ἐκκοβαλικεύομαι
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκοπή
ἐκκόπτω
ἐκκορέω
ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
View word page
ἐκκολάπτω
ἐκκολάπτω fut. ψω to scrape out, obliterate, Thuc.
ShortDef
to scrape out, obliterate
Debugging
Headword:
ἐκκολάπτω
Headword (normalized):
ἐκκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
εκκολαπτω
IDX:
10108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10111
Key:
e)kkola/ptw
Data
{'content': 'ἐκκολάπτω\n fut. ψω\n to scrape out, obliterate, Thuc.', 'key': 'e)kkola/ptw'}