Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
View word page
ἀκάρπιστος
ἀκάρπιστος καρπίζω where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.
ShortDef
where nothing is to be reaped, unfruitful
Debugging
Headword:
ἀκάρπιστος
Headword (normalized):
ἀκάρπιστος
Headword (normalized/stripped):
ακαρπιστος
IDX:
1011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1011
Key:
a)ka/rpistos
Data
{'content': 'ἀκάρπιστος\n καρπίζω\n where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.', 'key': 'a)ka/rpistos'}