Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
View word page
ἀκαρπία
ἀκαρπία ἄκαρπος unfruitfulness, barrenness, Aesch.
ShortDef
unfruitfulness, barrenness
Debugging
Headword:
ἀκαρπία
Headword (normalized):
ἀκαρπία
Headword (normalized/stripped):
ακαρπια
IDX:
1010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1010
Key:
a)karpi/a
Data
{'content': 'ἀκαρπία\n ἄκαρπος\n unfruitfulness, barrenness, Aesch.', 'key': 'a)karpi/a'}