Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκκαθεύδω
ἑκκαιδεκάδωρος
ἑκκαιδεκάλινος
ἑκκαίδεκα
ἑκκαιδεκάπηχυς
ἑκκαιδέκατος
ἑκκαιδεκέτης
ἔκκαιρος
ἐκκαίω
ἐκκακέω
ἐκκαλαμάομαι
ἐκκαλέω
ἐκκαλύπτω
ἐκκάμνω
ἐκκαρπίζομαι
ἐκκαρπόομαι
ἐκκατεῖδον
ἐκκαταπάλλω
ἐκκαυλίζω
ἐκκαυχάομαι
ἔκκειμαι
View word page
ἐκκαλαμάομαι
ἐκκαλαμάομαι κάλαμος II. 2 Dep. to pull out with a fishing-rod, Ar.

ShortDef

to pull out with a fishing-rod

Debugging

Headword:
ἐκκαλαμάομαι
Headword (normalized):
ἐκκαλαμάομαι
Headword (normalized/stripped):
εκκαλαμαομαι
IDX:
10075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10078
Key:
e)kkalama/omai

Data

{'content': 'ἐκκαλαμάομαι\n κάλαμος II. 2\n Dep. to pull out with a fishing-rod, Ar.', 'key': 'e)kkalama/omai'}