Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
View word page
ἀκᾶ
ἀκᾶ Doric adv. =ἀκήν softly, gently, Pind.

ShortDef

softly, gently

Debugging

Headword:
ἀκᾶ
Headword (normalized):
ἀκᾶ
Headword (normalized/stripped):
ακα
IDX:
1005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1005
Key:
a)ka=

Data

{'content': 'ἀκᾶ\n Doric adv. =ἀκήν\n softly, gently, Pind.', 'key': 'a)ka='}