Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἔκδικος
ἐκδιφρεύω
ἐκδιώκω
ἐκδονέω
ἔκδοσις
ἐκδοτέος
ἔκδοτος
ἐκδοχή
ἐκδόχιον
ἐκδρακοντόομαι
ἐκδρομή
ἔκδρομος
ἔκδυμα
View word page
ἐκδιώκω
ἐκδιώκω fut. -διώξομαι to chase away, banish, Thuc.

ShortDef

to chase away, banish

Debugging

Headword:
ἐκδιώκω
Headword (normalized):
ἐκδιώκω
Headword (normalized/stripped):
εκδιωκω
IDX:
10011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10014
Key:
e)kdiw/kw

Data

{'content': 'ἐκδιώκω\n fut. -διώξομαι\n to chase away, banish, Thuc.', 'key': 'e)kdiw/kw'}