Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἔκδικος
ἐκδιφρεύω
ἐκδιώκω
ἐκδονέω
ἔκδοσις
ἐκδοτέος
ἔκδοτος
ἐκδοχή
ἐκδόχιον
ἐκδρακοντόομαι
ἐκδρομή
ἔκδρομος
View word page
ἐκδιφρεύω
ἐκδιφρεύω fut. σω to throw from a chariot, Luc.
ShortDef
to throw from a chariot
Debugging
Headword:
ἐκδιφρεύω
Headword (normalized):
ἐκδιφρεύω
Headword (normalized/stripped):
εκδιφρευω
IDX:
10010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10013
Key:
e)kdifreu/w
Data
{'content': 'ἐκδιφρεύω\n fut. σω\n to throw from a chariot, Luc.', 'key': 'e)kdifreu/w'}