Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἔκδικος
ἐκδιφρεύω
ἐκδιώκω
ἐκδονέω
ἔκδοσις
View word page
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδράσκω Ionic -διδρήσκω fut. -δράσομαι aor2 ἐξ-έδραν part. ἐκδράς to run out from, run away, escape, ἐκ τόπου Hdt.; absol., Ar.

ShortDef

to run out from, run away, escape

Debugging

Headword:
ἐκδιδράσκω
Headword (normalized):
ἐκδιδράσκω
Headword (normalized/stripped):
εκδιδρασκω
IDX:
10003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10006
Key:
e)kdidra/skw

Data

{'content': 'ἐκδιδράσκω\n Ionic -διδρήσκω\n fut. -δράσομαι\n aor2 ἐξ-έδραν\n part. ἐκδράς\n to run out from, run away, escape, ἐκ τόπου Hdt.; absol., Ar.', 'key': 'e)kdidra/skw'}