Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔκδετος
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἔκδικος
ἐκδιφρεύω
ἐκδιώκω
View word page
ἐκδίδαγμα
ἐκδίδαγμα ἐκδίδαγμα, ατος, τό, prentice-work, a sampler, Eur.

ShortDef

prentice-work, a sampler

Debugging

Headword:
ἐκδίδαγμα
Headword (normalized):
ἐκδίδαγμα
Headword (normalized/stripped):
εκδιδαγμα
IDX:
10001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10004
Key:
e)kdi/dagma

Data

{'content': 'ἐκδίδαγμα\n ἐκδίδαγμα, ατος, τό,\n prentice-work, a sampler, Eur.', 'key': 'e)kdi/dagma'}