Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκδειματόω
ἔκδεξις
ἐκδέρω
ἔκδετος
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
View word page
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαβαίνω aor2 -διεξέβην to pass quite over, c. acc., Il.
ShortDef
to pass quite over
Debugging
Headword:
ἐκδιαβαίνω
Headword (normalized):
ἐκδιαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
εκδιαβαινω
IDX:
9998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10001
Key:
e)kdiabai/nw
Data
{'content': 'ἐκδιαβαίνω\n aor2 -διεξέβην\n to pass quite over, c. acc., Il.', 'key': 'e)kdiabai/nw'}