Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκδείκνυμι
ἐκδειματόω
ἔκδεξις
ἐκδέρω
ἔκδετος
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
View word page
ἔκδημος
ἔκδημος ἔκ-δημος, ον from home, gone on a journey, Xen.; ἐκδ. στρατεῖαι service in foreign lands, Thuc.; ἔκδ. φυγή Eur. c. gen. departed from, Eur.
ShortDef
from home, gone on a journey
Debugging
Headword:
ἔκδημος
Headword (normalized):
ἔκδημος
Headword (normalized/stripped):
εκδημος
IDX:
9997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10000
Key:
e)/kdhmos
Data
{'content': 'ἔκδημος\n ἔκ-δημος, ον\n from home, gone on a journey, Xen.; ἐκδ. στρατεῖαι service in foreign lands, Thuc.; ἔκδ. φυγή Eur.\n c. gen. departed from, Eur.', 'key': 'e)/kdhmos'}