Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
View word page
ἀγανοφροσύνη
ἀγανοφροσύνη From ἀγανόφρων gentleness, kindliness, Hom.

ShortDef

gentleness, kindliness

Debugging

Headword:
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized):
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγανοφροσυνη
IDX:
100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n100
Key:
a)ganofrosu/nh

Data

{'content': 'ἀγανοφροσύνη\n From ἀγανόφρων\n gentleness, kindliness, Hom.', 'key': 'a)ganofrosu/nh'}