Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀάατος
ἀαγής
ἄαπτος
ἄατος
ἀάω
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκχευτος
ἄβαλε
ἀβαρής
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
View word page
ἀβασάνιστος
ἀβασάνιστος βασανίζω not examined by torture, untortured; of things, unexamined, Plut.; adv. -τως, without examination, Thuc.
ShortDef
not examined by torture, untortured
Debugging
Headword:
ἀβασάνιστος
Headword (normalized):
ἀβασάνιστος
Headword (normalized/stripped):
αβασανιστος
IDX:
10
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10
Key:
a)basa/nistos
Data
{'content': 'ἀβασάνιστος\n βασανίζω\n not examined by torture, untortured; of things, unexamined, Plut.; adv. -τως, without examination, Thuc.', 'key': 'a)basa/nistos'}