Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
View word page
συνεκτραχύνομαι
συνεκ-τρᾱχύνομαι, Pass.,
A). to be furious together, of torrents, Id. Sull. 16 .


ShortDef

to be furious together

Debugging

Headword:
συνεκτραχύνομαι
Headword (normalized):
συνεκτραχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτραχυνομαι
IDX:
99998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τρᾱχύνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be furious together</span>, of torrents, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg033:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg033:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sull.</span> 16 </a>.</div> </div><br><br>'}