Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
View word page
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκ-τρᾰχηλίζομαι, Pass.,
A). to be thrown as by a horse, Plu. 2.802d .


ShortDef

to be thrown as by a horse

Debugging

Headword:
συνεκτραχηλίζομαι
Headword (normalized):
συνεκτραχηλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτραχηλιζομαι
IDX:
99997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99998
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τρᾰχηλίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be thrown as by a horse</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.802d </span>.</div> </div><br><br>'}