Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
View word page
συνεκτομή
συνεκ-τομή, ,
A). f.l. for οὖν ἐκτ . in Ph. Bel. 64.27 codd. (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκτομή
Headword (normalized):
συνεκτομή
Headword (normalized/stripped):
συνεκτομη
IDX:
99996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τομή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">οὖν ἐκτ</span> . in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:64:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:64.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Bel.</span> 64.27 </a> codd. (pl.).</div> </div><br><br>'}