Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
View word page
συνεκτοκίζω
συνεκ-τοκίζω,
A). help in parturition, Sm. Is. 66.9 .


ShortDef

help in parturition

Debugging

Headword:
συνεκτοκίζω
Headword (normalized):
συνεκτοκίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτοκιζω
IDX:
99995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τοκίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in parturition</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 66.9 </span>.</div> </div><br><br>'}