Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκσῴζω
συνεκτανύω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
View word page
συνεκτιθηνέομαι
συνεκ-τῐθηνέομαι,
A). assist in fostering, Plu. 2.321d , 662b .


ShortDef

assist in fostering

Debugging

Headword:
συνεκτιθηνέομαι
Headword (normalized):
συνεκτιθηνέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτιθηνεομαι
IDX:
99991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τῐθηνέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in fostering</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.321d </span>,<span class="bibl"> 662b </span>.</div> </div><br><br>'}