Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκσάττω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκτανύω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
View word page
συνεκτήκω
συνεκ-τήκω,
A). dissolve off as well, τὸ σαρκίον Gal. UP 10.11 .


ShortDef

dissolve off as well

Debugging

Headword:
συνεκτήκω
Headword (normalized):
συνεκτήκω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτηκω
IDX:
99989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τήκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissolve off as well</span>, <span class="quote greek">τὸ σαρκίον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg017:10:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg017:10.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">UP</span> 10.11 </a> .</div> </div><br><br>'}