Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκσάττω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκτανύω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
View word page
συνεκταπεινόω
συνεκ-τᾰπεινόω,
A). join in making submissive, τισὶ ἑαυτόν Plu. 2.529e .


ShortDef

join in making submissive

Debugging

Headword:
συνεκταπεινόω
Headword (normalized):
συνεκταπεινόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκταπεινοω
IDX:
99983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τᾰπεινόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in making submissive</span>, <span class="quote greek">τισὶ ἑαυτόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.529e </span> .</div> </div><br><br>'}