Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκσάττω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκτανύω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτήκω
View word page
συνεκσάττω
συνεκ-σάττω,
A). v. συνεσσάδδω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκσάττω
Headword (normalized):
συνεκσάττω
Headword (normalized/stripped):
συνεκσαττω
IDX:
99979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-σάττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνεσσάδδω</span> .</div> </div><br><br>'}