Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκσάττω
συνεκστρατεύω
View word page
συνεκπορέω
συνεκ-πορέω,
A). help to provide, Ecphant. ap. Stob. 4.7.64 .


ShortDef

help to provide

Debugging

Headword:
συνεκπορέω
Headword (normalized):
συνεκπορέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπορεω
IDX:
99970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-πορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to provide</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ecphant.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.7.64 </span>.</div> </div><br><br>'}