Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
View word page
συνεκπλήσσω
συνεκ-πλήσσω, Att. συνέκ-ττω,
A). combine to carry away (metaph.), τὸν ἀκροατήν Plu. 2.41c .


ShortDef

combine to carry away

Debugging

Headword:
συνεκπλήσσω
Headword (normalized):
συνεκπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπλησσω
IDX:
99963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-πλήσσω</span>, Att. <span class="orth greek">συνέκ-ττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">combine to carry away</span> (metaph.), <span class="quote greek">τὸν ἀκροατήν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.41c </span> .</div> </div><br><br>'}