Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκμαρτυρέω
συνεκμαχέω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεπαίνω
συνεκπεράω
συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
View word page
συνεκπικραίνομαι
συνεκ-πικραίνομαι, Pass.,
A). to be much provoked also, Plu. 2.468b .


ShortDef

to be much provoked also

Debugging

Headword:
συνεκπικραίνομαι
Headword (normalized):
συνεκπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκπικραινομαι
IDX:
99957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-πικραίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be much provoked also</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.468b </span>.</div> </div><br><br>'}