Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκμαλάσσω
συνεκμαρτυρέω
συνεκμαχέω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεπαίνω
συνεκπεράω
συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
View word page
συνεκπιέζω
συνεκ-πῐέζω,
A). premo, Gloss.


ShortDef

premo

Debugging

Headword:
συνεκπιέζω
Headword (normalized):
συνεκπιέζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπιεζω
IDX:
99956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-πῐέζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">premo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}