Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεκλειόω
συνεκλείπω
συνεκλεκτός
συνεκλέπω
συνεκλύω
συνεκμαλάσσω
συνεκμαρτυρέω
συνεκμαχέω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεπαίνω
συνεκπεράω
συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
View word page
συνεκπεπαίνω
συνεκ-πεπαίνω
,
A).
help to ripen
,
Plu.
2.700f
.
ShortDef
help to ripen
Debugging
Headword:
συνεκπεπαίνω
Headword (normalized):
συνεκπεπαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπεπαινω
IDX:
99951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99952
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-πεπαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to ripen</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.700f </span>.</div> </div><br><br>'}