Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκλεαίνω
συνεκλέγομαι
συνεκλειόω
συνεκλείπω
συνεκλεκτός
συνεκλέπω
συνεκλύω
συνεκμαλάσσω
συνεκμαρτυρέω
συνεκμαχέω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεπαίνω
συνεκπεράω
συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
View word page
συνεκμοχλεύω
συνεκ-μοχλεύω,
A). join in forcing open, ib. 430 .


ShortDef

join in forcing open

Debugging

Headword:
συνεκμοχλεύω
Headword (normalized):
συνεκμοχλεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεκμοχλευω
IDX:
99949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-μοχλεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in forcing open</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:430" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:430/canonical-url/"> 430 </a>.</div> </div><br><br>'}