Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
View word page
ἀντικαταμύω
ἀντικατα-μύω [ῡ],
A). shut one's eyes in turn, Poll. 9.113 .


ShortDef

shut one's eyes in turn

Debugging

Headword:
ἀντικαταμύω
Headword (normalized):
ἀντικαταμύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταμυω
IDX:
9994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-μύω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shut one\'s eyes in turn,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:113" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.113/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.113 </a>.</div> </div><br><br>'}