Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντικαταθνήσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
View word page
ἀντικαταμετρέω
ἀντικατα-μετρέω
,
A).
assign
land
in compensation
or
exchange,
PTeb.
61b111
,
72.39
(ii B. C., Pass.).
ShortDef
assign
Debugging
Headword:
ἀντικαταμετρέω
Headword (normalized):
ἀντικαταμετρέω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταμετρεω
IDX:
9993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9994
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-μετρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assign</span> land <span class="tr" style="font-weight: bold;">in compensation</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">exchange,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 61b111 </span>,<span class="bibl"> 72.39 </span> (ii B. C., Pass.).</div> </div><br><br>'}