Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνεκκάμνω
συνέκκειμαι
συνεκκενόω
συνεκκεντέω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκλίνω
συνεκκλιτικός
συνεκκλύζω
συνεκκολυμβάω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρίνω
συνεκκρούομαι
συνεκλαλέω
συνεκλαμβάνω
συνεκλάμπω
συνεκλεαίνω
View word page
συνεκκλιτικός
συνεκ-κλῐτικός, , όν,
A). conjugable, λέξεις, i.e. verbs, Dosith. p.406K.


ShortDef

conjugable

Debugging

Headword:
συνεκκλιτικός
Headword (normalized):
συνεκκλιτικός
Headword (normalized/stripped):
συνεκκλιτικος
IDX:
99929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-κλῐτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjugable</span>, <span class="foreign greek">λέξεις</span>, i.e. verbs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dosith.</span> p.406K. </span> </div> </div><br><br>'}