ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατ-αλλάσσομαι, Att. ἀντικάτ-ττομαι, Med.,
A). exchange one thing for another:
1). give one thing for another, τὴν ἰδίαν ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας ; 88 τὸ ζῆν ὑπὲρ ἄλλου οὐδενός . 5.135
3). set off or balance one thing against another, εὐεργεσίας κρίσεως ; 1.14 ἀ. τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν afford some compensation for .., PA 645a3 ; ἀ. ἀδικοῦντα, εἰ βλαβερόν, ἀλλὰ καλόν submit in justification a balance in case of injury .., Rh. 1416a11 .
II). Pass., ἀντικαταλλαγῆναι (sc. τῆ τύχῃ) to be reconciled, : abs., 15.20.5 come to an agreement, περὶ οὗ ἀντικατηλλάγη PFlor. 47.13 .
III). Act., come to an agreement, ὁμολογῶμεν ἀντικατηλλαχέναι πρὸς ἀλλήγους ib. 3 (iii A. D.).