Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
συνεκθειάζω
συνεκθερμαίνω
συνεκθέω
συνεκθηλύνω
συνεκθλίβω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνεκκάμνω
View word page
συνεκζέω
συνεκ-ζέω,
A). boil up together, Damocr. ap. Gal. 13.42 .


ShortDef

boil up together

Debugging

Headword:
συνεκζέω
Headword (normalized):
συνεκζέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκζεω
IDX:
99912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-ζέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boil up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Damocr.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.42 </span>.</div> </div><br><br>'}