Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
View word page
συνεκδιαφορέομαι
συνεκ-διαφορέομαι, Pass.,
A). to be dispersed also, Olymp. in Mete. 281.15 .


ShortDef

to be dispersed also

Debugging

Headword:
συνεκδιαφορέομαι
Headword (normalized):
συνεκδιαφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκδιαφορεομαι
IDX:
99902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-διαφορέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be dispersed also</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg003:281:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg003:281.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Olymp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Mete.</span> 281.15 </a>.</div> </div><br><br>'}