Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
View word page
συνεκδημία
συνεκδημ-ία
,
ἡ
,
A).
being
or
going abroad together,
Gloss.
ShortDef
being
Debugging
Headword:
συνεκδημία
Headword (normalized):
συνεκδημία
Headword (normalized/stripped):
συνεκδημια
IDX:
99900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99901
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκδημ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">being</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">going abroad together,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}