Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
View word page
συνεκδαπανάω
συνεκ-δᾰπᾰνάω,
A). use up together, Gal. 10.1016 .


ShortDef

use up together

Debugging

Headword:
συνεκδαπανάω
Headword (normalized):
συνεκδαπανάω
Headword (normalized/stripped):
συνεκδαπαναω
IDX:
99896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-δᾰπᾰνάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">use up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.1016 </span>.</div> </div><br><br>'}