Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
View word page
συνεκβόσκομαι
συνεκ-βόσκομαι,
A). absorb, suck up as well, Gal. 12.29 .


ShortDef

absorb, suck up as well

Debugging

Headword:
συνεκβόσκομαι
Headword (normalized):
συνεκβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκβοσκομαι
IDX:
99894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99895
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-βόσκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">absorb, suck up as well</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.29 </span>.</div> </div><br><br>'}