συνεκβάλλω
συνεκ-βάλλω,
A). cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας ; 3.108 τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Aud. 804b9 ; of the effects of sneezing, , 2.883 . 6.97
2). assist in casting out or expelling, HG 3.2.13 , 6.5.33 ; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Pol. 1304a32 .