Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνείσομαι
συνεισπέμπω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
View word page
συνεισποιέω
συνεις-ποιέω,
A). admit to a share in, χάρισι, φιλίαις, Plu. 2.482e , 484d .


ShortDef

admit to a share in

Debugging

Headword:
συνεισποιέω
Headword (normalized):
συνεισποιέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισποιεω
IDX:
99878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">admit to a share in</span>, <span class="foreign greek">χάρισι, φιλίαις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.482e </span>,<span class="bibl"> 484d </span>.</div> </div><br><br>'}