συνεισπίπτω
συνεις-πίπτω,
A). rush in along with or together, εἰς τὴν θάλατταν An. 5.7.25 ; esp. of soldiers pursuing the besieged to their own gates and getting in with them, ς. φεύγουσι ἐς τὸ τεῖχος , cf. 3.55 78 , 9.102 , , 6.100 HG 7.2.7 , etc.; μετὰ σοῦ Ec. 1095 ; ς. εἴσω τῶν πυλῶν σὺν τῷ ὄχλῳ An. 7.1.18 ; κατὰ τὰς πύλας HG 4.7.6 : abs., ; of fevers, 3.15 . 4.22