Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνείσομαι
συνεισπέμπω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
View word page
συνεισκατοικέω
συνεις-κατοικέω,
A). settle in together, dub.l. in Hp. Ep. 23 .


ShortDef

settle in together

Debugging

Headword:
συνεισκατοικέω
Headword (normalized):
συνεισκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισκατοικεω
IDX:
99872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-κατοικέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">settle in together</span>, dub.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 23 </a>.</div> </div><br><br>'}