Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνείσομαι
συνεισπέμπω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
View word page
συνεισηγέομαι
συνεις-ηγέομαι
,
A).
help in introducing
,
λόγους
Plu.
2.795b
.
ShortDef
help in introducing
Debugging
Headword:
συνεισηγέομαι
Headword (normalized):
συνεισηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεισηγεομαι
IDX:
99870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99871
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-ηγέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in introducing</span>, <span class="quote greek">λόγους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.795b </span> .</div> </div><br><br>'}