Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνείσομαι
συνεισπέμπω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
View word page
συνεισευπορέω
συνεις-ευπορέω,
A). furnish besides, σοι ταῦτα Ath. 9.367b .


ShortDef

furnish besides

Debugging

Headword:
συνεισευπορέω
Headword (normalized):
συνεισευπορέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισευπορεω
IDX:
99869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-ευπορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furnish besides</span>, <span class="quote greek">σοι ταῦτα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9:367b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9.367b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 9.367b </a> .</div> </div><br><br>'}