Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείργω
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
View word page
συνεισδίδωμι
συνεις-δίδωμι,
A). submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr. 31 ii 11 (ii B.C.).


ShortDef

submit

Debugging

Headword:
συνεισδίδωμι
Headword (normalized):
συνεισδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συνεισδιδωμι
IDX:
99863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">submit</span> to a court <span class="tr" style="font-weight: bold;">together with</span> another, <span class="foreign greek">μοι συγχώρησιν</span> Mitteis <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 31 ii 11 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}